Διαβάζω στα Νέα ότι Παναγιωτόπουλος και Αγγελόπουλος διεκδικούν αμφότεροι θέση στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ Βενετίας. Και μου έρχεται στο νου η εικόνα του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ. Τόσο από την πλευρά του ειδικού καλλιτεχνικού βάρους όσο και από την πλευρά της (υλικής) υποστήριξης.Αν θα έπρεπε να διαλέξω μεταξύ των δύο θα είχα μεγάλο πρόβλημα. Θεωρώ τον Αγγελόπουλο μεγάλο σκηνοθέτη αλλά κάποιες εμμονές του με κουράζουν. Για μένα η τελευταία του καλή ταινία ήταν το "βλέμμα του Οδυσσέα". Από την άλλη θεωρώ τον Παναγιωτόπουλο ικανό για το καλύτερο και για το χειρότερο. Από τον αμήχανο "Εργένη" στο πολύ καλό "Αυτή η νύχτα μένει". Από το εξαιρετικό "Delivery" στο μετριότατο "Πεθαίνοντας στην Αθήνα".
Μακάρι να διαγωνιστούν τελικά και οι δύο σκηνοθέτες. Διότι, αν μη τι άλλο, είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο ελληνικός κινηματογράφος τις τελευταίες δεκαετίες.
Με αφορμή την κλήση μου για μετεκπαίδευση στον ελληνικό στρατό θεώρησα ενδιαφέρον να παρουσιάσω το "σημαντικό" αυτό θεσμό μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, πιο κινηματογραφικό.
Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας προσπάθησα πολλές φορές να κατατάξω το στρατό σε κάποιο είδος, όχι απαραίτητα κινηματογραφικό. Δεν τα κατάφερα απόλυτα. Με δεδομένο όμως ότι ο στρατός, παρά την αυστηρή ιεραρχική του δομή και τη (φαινομενική) σοβαρότητά του, είναι εν τέλει άλλος ένας (απίστευτα) γραφειοκρατικός και αργοκίνητος δημόσιος οργανισμός, το μόνο κινηματογραφικός είδος στο οποίο εμπίπτει 100% δεν είναι άλλο από την κωμωδία.
Στο ερώτημα ποιο είδος κωμωδίας απαντώ: "Σε όλα από λίγο". Αλλά στο post αυτό θα ασχοληθώ μόνο με το αμερικάνικο μπουρλέσκ.
Το μπουρλέσκ άνθισε στα χρόνια του βωβού κινηματογράφου και είχε ως κυριότερους εκφραστές μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Μπάστερ Κίτον. Αποτελεί επί της ουσίας την ενσωμάτωση όλων των τεχνασμάτων πρόκλησης γέλιου είκοσι πέντε αιώνων θεάτρου, τσίρκου, βαριετέ και παντομίμας με ταυτόχρονη εκμετάλλευση των εκπληκτικών δυνατοτήτων της σκηνοθεσίας.
Ειδικά το μοντάζ έδωσε τη δυνατότητα στους δημιουργούς να παραλείπουν τα όποια αφηγηματικά στοιχεία τους φαίνονταν αποτυχημένα, κακογυρισμένα ή πληκτικά. Και φυσικά στους ηθοποιούς μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
Στην περίπτωση του στρατού το μπουρλέσκ είναι διάχυτο και προσεγγίζει πολλές φορές και το σλάπστικ (που σημαίνει χοντροκομμένο αστείο). Απαιτεί όμως από το θεατή μεγάλη παρατηρητικότητα για δύο λόγους. Πρώτον γιατί σκηνοθέτης και μοντάζ δεν υπάρχουν που σημαίνει ότι ο θεατής θα πρέπει να ξεχωρίσει την αυθεντικά κωμική σκηνή μέσα σε ένα σύνολο βαρετών και ανούσιων γεγονότων.
Δεύτερον γιατί ο στρατός δεν είναι , δυστυχώς ή ευτυχώς, βουβός και έτσι έχουμε ταυτόχρονη παρεμβολή άλλων δύο τουλάχιστον είδών κινηματογραφικής κωμωδίας, της κωμωδίας σκρούμπολ και της σουρεαλιστικής και παράλογης κωμωδίας των Μόντι Πάιθον. Αλλά με τα είδη αυτά θα ασχοληθώ σε επόμενα posts.
Για πολύ καιρό θεωρούσα ότι η τελευταία πραγματικά καλή ταινία του Γούντι Άλεν ήταν το "Διαλύοντας το Χάρι" ενώ το "Anything Else" μού φάνηκε σαν μια τελευταία αναλαμπή της φαινομενικά φθίνουσας πορείας του μεγάλου αυτού σκηνοθέτη. Και ενώ δεν περίμενα πια τίποτα άλλο ήρθε το "Match Point" να ταράξει τα νερά.Και ήρθε να τα ταράξει όχι γιατί ήταν απλά μια αριστουργηματική ταινία αλλά γιατί, κατά τη γνώμη μου, σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στο ύφος και τα εκφραστικά μέσα του Άλεν. Με το φιλοσοφικό στοχασμό να παραμένει και τη μπεργκμανική αθεϊα να συνεχίζει να στοιχειώνει την ατμόσφαιρα, ο Άλεν αποφάσισε να εγκαταλείψει το "ασφαλές" καταφύγιο του χιούμορ (που συχνά λειτουργούσε ως άλλοθι) και να αντικαταστήσει τις εγκεφαλικές και θανατηφόρες ατάκες του με νέα όπλα, πιο "κινηματογραφικά".Ήρωες βγαλμένοι από τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι, κινηματογράφηση που θυμίζει Χίτσκοκ και ένας διάχυτος πεσσιμισμός σε ένα νέο περιβάλλον, πιο "ευρωπαϊκό", αποτελούν τα βασικά συστατικά του "νέου" Άλεν. Και αν το Match Point ήταν η υποψία, το "Όνειρο της Κασσάνδρας" ήταν για μένα η επιβεβαίωση των παραπάνω (προσπερνώ συνειδητά το ανεκδίηγητο "Scoop"). Δε γνωρίζω ποια θα είναι η συνέχεια αλλά σε κάθε περίπτωση ένας νέος κύκλος δημιουργίας έχει ξεκινήσει ήδη για το αειθαλή Γούντι.