Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Περί σιχαμένων μιούζικαλ

Όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους της τελευταίας ταινίας του Τιμ Μπάρτον "Sweeny Todd", η διπλανή μου, προφανώς επηρεασμένη από ένα δίωρο συνεχούς ροής αίματος, αναφώνησε: "Μα ήταν αυτό μιούζικαλ; Αυτό ήταν σιχαμένο!".

Δεν έχω πρόβλημα με το να χαρακτηρίσει κανείς τη συγκεκριμένη ταινία σιχαμένη (αν και θα αναλύσω παρακάτω γιατί διαφωνώ). Είναι θέμα προσωπικής (κινηματογραφικής) αισθητικής και σχέσης με το αντικείμενο. Έχω όμως πρόβλημα με την προσπάθεια των περισσοτέρων (κοινού, εταιρειών και βραβείων) να κατατάξουν οπωσδήποτε μια ταινία σε στερεότυπες κατηγορίες και να διαμαρτύρονται κατόπιν (το κοινό κυρίως) γιατί αυτή η ταινία δε μοιάζει με τις άλλες. Μα αν έμοιαζε δεν θα είχαμε κινηματογράφικό προϊόν αλλά την ομοιογενή μάζα που έβγαινε από την αλεστική μηχανή της κυρίας Λόβετ και σερβιρόταν στους ανυποψίαστους (αλλά σίγουρα όχι αθώους) πελάτες της.

Η προσπάθεια κατηγοριοποίησης γενικά μιας ταινίας είναι απλά μια αμήχανη προσπάθεια κατανόησής της και δείχνει τουλάχιστον την απουσία διάθεσης κριτικής απορρόφησης των τεκταινομένων στην οθόνη. Η προσπάθεια κατηγοριοποίησης της ταινίας "Sweeny Todd" από την άλλη είναι ένα εκ των προτέρων καταδικασμένο εγχείρημα, όχι γιατί δεν υπάρχουν κατηγορίες να την περιγράψουν, αλλά γιατί η περιγραφή της απαιτεί κάτι περισσότερο από μια απλή ανάθεση ταμπελών.

Οι ταμπέλες , που αφήνει ο ίδιος ο Μπάρτον να εννοηθούν για την ταινία του σε πρώτο επίπεδο, είναι εκεί και περιμένουν εναγωνίως τη σύνθεσή τους:

  • Μιούζικαλ, ή μάλλον όπερα όπως πολύ σωστά διορθώνει ο κ. Δανίκας στην κριτική του, καθώς το 90% των διαλόγων γίνεται τραγουδιστά.
  • Θρίλερ καθώς το αίμα που ρέει και οι φόνοι που γίνονται θυμίζουν κλασικά παραδείγματα του είδους.
  • Μαύρη (ή μάλλον γκρίζα) κωμωδία καθώς τα ψήγματα χιούμορ που εντοπίζονται δε λειτουργούν και τόσο καθαρτικά.
  • Δράμα καθώς μια έντονη μελαγχολία διατρέχει ολόκληρη την ταινία και απεικονίζεται στα πρόσωπα των ηρώων.
Διαλέγετε λοιπόν το βαθμό συμμετοχής του κάθε είδους στην εν λόγω ταινία και έχετε μια πρώτη εικόνα περί τίνος πρόκειται. Προσθέτετε στη συνέχεια (οι πιο υποψιασμένοι) τις διάφορες επιρροές και αναφορές που εντοπίζονται σε αυτή (π.χ. Όλιβερ Τουίστ και Τζακ ο Αντεροβγάλτης όπως αναφέρει ο κ. Δανίκας στην ίδια κριτική) και έχετε μια πολύ πιο πλήρη εικόνα που τελικά απέχει από τον απλοϊκό (και ενδεχομένως αφελή) χαρακτηρισμό του μιούζικαλ.

Απο εκεί και πέρα, ο βαθμός στον οποίο το φιλμ μπορεί να χαρακτηριστεί σιχαμένο εξαρτάται κυρίως από την οικειότητα του θεατή με τον τρόπο κινηματογράφησης του Μπάρτον. Ο τελευταίος, σε άλλες αλλά και σε αυτή του την ταινία, φροντίζει εξαρχής να τονίσει το μη ρεαλιστικό χαρακτήρα των στοιχείων βίας και θρίλερ που εισάγει, προκειμένου να αναδείξει μια άλλου είδους βία που λερώνει λιγότερο αλλά στιγματίζει περισσότερο.

Η βία για τον Μπάρτον δεν είναι αυτός καθ' εαυτός ο φόνος αλλά το περιβάλλον που οδηγεί σε αυτόν. Η ωμότητα των φόνων που γίνονται στην ταινία και η ηθική και συναισθηματική τύφλωση του φονιά (από την επιθυμία εκδίκησης) λειτουργούν ως κάτοπτρο μέσα στο οποίο καθρεφτίζονται ο δικαστής, ο εκκλησιαστής και τα άλλα μέλη της καλής ή λιγότερο καλής κοινωνίας.

Τελειώνω λέγοντας ότι ο Μπάρτον δεν είναι ηθικολόγος και ούτε φλέρταρε ποτέ με την πολιτική ορθότητα. Τα σκοτεινά παραμύθια του έρχονται για να διεγείρουν τις αισθήσεις και τη φαντασία και να προτείνουν έναν εναλλακτικό τρόπο καταγραφής και ερμηνείας της πραγματικότητας. Μπορεί κανείς να μελαγχολήσει ή και να διαφωνήσει με τον πεσιμισμό που διατρέχει το έργο του αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αρνηθεί την κινηματογραφική ιδιοφυία του.